Οδοντοφόρος κύστη .
- Η δεύτερη σε συχνότητα οδοντογενής κύστη μετά από την ακρορριζική.
- Αναπτύσσεται γύρω από τη μύλη ενός δοντιού που δεν έχει ανατείλει ακόμα ή που παραμένει έγκλειστο.
- Σχηματίζεται από τη συγκέντρωση υγρού ανάμεσα στα υπολείμματα του οργάνου της αδαμαντίνης και της μύλης του δοντιού
- Οι οδοντοφόρες κύστεις απαντώνται σε όλες τις ηλικίες, αλλά συνήθως σε νεαρά άτομα, η ηλικία των οποίων κυμαίνεται από 10 έως 30 ετών.
- Συχνότερη εντόπιση: οι τρίτοι γομφίοι της κάτω γνάθου και ακολουθούν οι κυνόδοντες άνω, οι προγόμφιοι κάτω και οι τρίτοι γομφίοι άνω.
- Ακτινογραφικά απεικονίζεται σαν σαφώς περιγεγραμμένη διαύγαση που περιβάλλει αρχικά τη μύλη ενός εγκλείστου. Σε μεγαλύτερες αλλοιώσεις η διαύγαση περιβάλλει ολόκληρο το δόντι το οποίο συνήθως βρίσκεται παρεκτοπισμένο.
- Στην Υπολογιστική Τομογραφία παρατηρείταιι απώθηση, έκπτυξη, λέπτυνση ή και λύση των συμπαγών πετάλων της γνάθου.
- Παραλλαγή της Οδοντοφόρου κύστης είναι η “κύστη ανατολής” στα παιδιά. Εντοπίζεται στους μαλθακούς ιστούς που καλύπτουν το δόντι πριν την ανατολή του. Κλινικά εμφανίζεται σαν διόγκωση του βλεννογόνου
- Είναι πιθανή εξαλλαγή στο επιθηλιακό τοίχωμα της κύστης σε αδαμαντινοβλάστωμα ή σε ακανθοκυτταρικό καρκίνωμα.